- φατριαστής
- ο полит, фракционер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φατριαστής — ο, ΝΜΑ, και φρατριαστής ΜΑ [φατριάζω / φρατριάζω] άτομο που φατριάζει μσν. συνωμότης … Dictionary of Greek
φατριαστής — ο αυτός που φατριάζει, που κομματίζεται, που μεροληπτεί, ο ρουσφετολόγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
москолоудивъ — (2*) пр. Непостоянный, склонный к измене: строптивыи во ѹстѣхъ своiхъ нѡси||ть погибель. сварливыи ѹстнама ѹстрашить собе. мсколудивъ [так!] ˫азыкомь впадаѥть въ злѡ. (ἀνὴρ εὐμετοβολος) МПр XIV, 11–11 об.; да не будеть в васъ никтоже всепагубно… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
φατριάζω — ΝΜΑ, και φρατριάζω ΜΑ [φατρία / φρατρία] νεοελλ. 1. ενεργώ ως φατριαστής, δρω για τα συμφέροντα τής φατρίας στην οποία ανήκω 2. δρω υπέρ τού κόμματος στο οποίο ανήκω υπερβαίνοντας τα όρια τής νομιμότητας και τής ευπρέπειας μσν. αρχ. συνωμοτώ αρχ … Dictionary of Greek
φατριαστικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε φατριαστή. επίρρ... φατριαστικώς και φατριαστικά Ν με φατριασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φατριαστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] … Dictionary of Greek
φρατριαστής — ὁ, ΜΑ βλ. φατριαστής … Dictionary of Greek